- ανέξοδος
- η , ο [ος , ον ]1) не требующий больших расходов; 2) бесплатный, даровой; 3) нерасточительный, бережливый, экономный; 4) см. αδιέξοδος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνέξοδος — with no outlet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέξοδος — η, ο (Α ἀνέξοδος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ξοδεύει πολλά, φειδωλός 2. αυτός που δεν στοιχίζει τίποτε, που είναι δωρεάν αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει έξοδο, εκείνος από όπου δεν είναι δυνατόν να βγει κανείς, αδιάβατος 2. (για ημέρα) ακατάλληλος … Dictionary of Greek
ανέξοδος — η, ο αυτός που γίνεται χωρίς έξοδα, αδάπανος: Το ταξίδι που έκανα ήταν ανέξοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνέξοδον — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem acc sg ἀνέξοδος with no outlet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξόδοις — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξόδους — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξόδων — ἀνέξοδος with no outlet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέξοδα — ἀνέξοδος with no outlet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνέξοδον — ἀνέξοδον , ἀνέξοδος with no outlet masc/fem acc sg ἀνέξοδον , ἀνέξοδος with no outlet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδάπανος — η, ο (Α ἀδάπανος, ον) [δαπάνη] 1. αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, που δεν κοστίζει πολλά, ανέξοδος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν δαπανά 3. αυτός που αποφεύγει τη δαπάνη … Dictionary of Greek
ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… … Dictionary of Greek